ραβινικός

ραβινικός
-ή, -ό, Ν
βλ. ραββινικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ραββινικός — και ραβινικός, ή, ό, Ν [ραββίνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ραββίνους ή στη διδασκαλία τους («ραββινικό αλφάβητο» το τετραγωνικό εβραϊκό αλφάβητο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”